κολλετία

κολλετία
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ραμνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colletia < κύριο όν. Philibert Collet, Γάλλου βοτανολόγου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”